- ουρτικάρια
- ηη κνίδωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. urticaria < λατ. urtica «τσουκνίδα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κνίδωση — Δερματοπάθεια αντιδραστικού τύπου που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με εξάνθηση μικρών ή μεγάλων κνησμωδών βλατίδων, με ερυθρωπή φλεγμονώδη περιφέρεια και λευκωπή υπερυψωμένη κεντρική βλάβη. Το εξάνθημα μπορεί να είναι περιγεγραμμένο ή… … Dictionary of Greek
ορτικάρια — και ορτυκάρια και ουρτικάρια, η η κνίδωση … Dictionary of Greek